«Μπρος στην πύλη του νόμου στέκεται ένας φρουρός. Σε αυτόν το φρουρό πάει ένας χωρικός και ζητά άδεια εισόδου στο νόμο. »
Εισαγωγή- μετάφραση: Γεράσιμος Θεοδόσης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαιδελβέργης
Εισαγωγή:
Πριν από εκατό χρόνια, το 1916, ο Φραντς Κάφκα, ως διδάκτωρ δικαίου του αρχαιότερου πανεπιστημίου της Ευρώπης, της Πράγας, εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος στο Ασφαλιστικό Ίδρυμα Εργατικών Ατυχημάτων, γνωμοδοτώντας και εκπροσωπώντας δικαστικά το Ίδρυμα. Στο έργο του «Ένας αγροτικός γιατρός. Μικρές αφηγήσεις», που ολοκληρώθηκε εκείνη τη χρονιά, αλλά λόγω του πολέμου εκδόθηκε το 1920, εμπεριέχεται και η αφήγηση «Ενώπιον του νόμου»[1]. Σε αυτήν ο Φραντς Κάφκα επιχειρεί μια λογοτεχνική προσέγγιση της οντολογικής έννοιας του νόμου και του δικαίου, που προφανώς βασίζεται σε προσωπικά του βιώματα και σε φιλοσοφικές του αναζητήσεις. Επιπρόσθετα η νομική κατάρτιση του συγγραφέα, τόσο η θεωρητική όσο και η εμπειρική, έρχεται ξεκάθαρα στο προσκήνιο. Βέβαια και με το «Ενώπιον του νόμου», ο Φραντς Κάφκα παραμένει ένας λογοτέχνης που απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και όχι στην επιστημονική κοινότητα. Εντούτοις, στο λογοτέχνημα του Φραντς Κάφκα, ένας ερευνητής του δικαίου εύκολα είναι σε θέση να εντοπίσει ψηφίδες νομικής σκέψης, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε μια επιτομή της φιλοσοφίας του δικαίου. Το «Ενώπιον του νόμου» του Φραντς Κάφκα είναι γραμμένο για όλους, συνεπώς και για τους νομικούς επιστήμονες. Αναμφίβολα βοηθάει τους θεράποντες της επιστήμης του δικαίου να αποφεύγουν μια νομική σκέψη απόμακρη και διακριτή από την υπόλοιπη νομική σκέψη, προτάσσοντας αντίθετα τον άνθρωπο στην επιστημονική τους δράση. Σε αυτό το πλαίσιο, και η μετάφραση του λογοτεχνήματος του Φραντς Κάφκα στα ελληνικά επιχειρεί να συνδέσει διαδραστικά το δίκαιο με τη λογοτεχνία, κάτι που ο δάσκαλός μας, ο Αριστόβουλος Μάνεσης, αγαπούσε και ένθερμα υποστήριζε. Ας συνοδέψει την ανάγνωση η ανάμνησή του.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
του Φραντς Κάφκα
Μπρος στην πύλη του νόμου στέκεται ένας φρουρός. Σε αυτόν το φρουρό πάει ένας χωρικός και ζητά άδεια εισόδου στο νόμο. «Τώρα», του λέει ο φρουρός, «δεν μπορώ να σε αφήσω να εισέλθεις». Ο άνδρας σκέφτεται και μετά ρωτά το φρουρό εάν θα του επιτραπεί αργότερα η είσοδος. «Είναι πιθανόν», του απαντάει ο φρουρός, «τώρα όμως όχι». Μιας και η πύλη του νόμου είναι ανοιχτή και ο φρουρός παραμερίζει, ο άνδρας σκύβει για να δει μέσα από την πύλη στο εσωτερικό του νόμου. Μόλις ο φρουρός τον βλέπει, γελάει και του λέει: «Αφού σε ενδιαφέρει τόσο πολύ, γιατί δεν δοκιμάζεις να μπεις παρά την απαγόρευσή μου; Αναλογίσου μόνο το εξής: πόσο δυνατός είμαι εγώ, που είμαι ο κατώτατος φρουρός, και ότι από αίθουσα σε αίθουσα στέκονται άλλοι φρουροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλον. Να φανταστείς, τον τρίτο φρουρό δεν τολμώ ούτε εγώ να τον αντικρίσω».
Ο χωρικός δεν φανταζόταν πως θα συναντούσε τόσες δυσκολίες. Σκέφτεται ότι ο νόμος θα πρέπει να είναι ελεύθερος για όλους. Καθώς όμως παρατηρεί το φρουρό μέσα στο γούνινο παλτό του, τη μεγάλη σουβλερή μύτη του και τη μακριά, αραιή μαύρη τατάρικη γενειάδα του, αποφασίζει να περιμένει μέχρι να του δώσει εκείνος την άδεια να εισέλθει στο νόμο. Μάλιστα ο φρουρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει δίπλα στην πύλη. Εκεί κάθεται ο χωρικός και περιμένει για μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτραπεί η είσοδος και κουράζει με τα παρακάλια του το φρουρό. Εκείνος όμως ξεκινά κάθε τόσο να τον ανακρίνει, ρωτώντας τον για το χωριό του και για μύρια άλλα αδιάφορα πράγματα, που ρωτάει κανείς έναν υποτακτικό του, για να καταλήξει κάθε φορά στο ότι δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να εισέλθει στο νόμο.
Ο χωρικός που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, χρησιμοποιεί ό,τι έχει και δεν έχει, όσο πολύτιμο και να είναι, για να δωροδοκήσει το φρουρό. Εκείνος, ενώ παίρνει κάθε φορά ό,τι του δίνει ο χωρικός, συγχρόνως του λέει: «Το δέχομαι για να μη νομίζεις ότι δεν προσπάθησες αρκετά».
Καθώς περνούν τα χρόνια ο άνδρας παρατηρεί το φρουρό αδιάκοπα. Ξεχνάει τους υπόλοιπους φρουρούς που στέκονται πιο πέρα και θεωρεί ότι αυτός, ο πρώτος φρουρός είναι το πραγματικό εμπόδιο για να εισέλθει στο νόμο. Αναθεματίζει την κακή του τύχη, ξεδιάντροπα και δυνατά τα πρώτα χρόνια, αργότερα, καθώς γερνάει, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του και μεμψιμοιρώντας την ατυχία του. Κάνει σαν μικρό παιδί και, έχοντας κυριολεκτικά σπουδάσει με την πάροδο του χρόνου το φρουρό παρατηρώντας τον, όντας σε θέση να αναγνωρίζει και τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του, παρακαλεί και αυτούς ακόμα τους ψύλλους να τον βοηθήσουν στην προσπάθειά του να μεταπείσει το φρουρό. Τελικά με τα χρόνια εξασθενεί το φως του χωρικού, δεν ξέρει αν πραγματικά σκοτεινιάζει γύρω του ή αν τον προδίδουν τα μάτια του. Παρόλα αυτά διακρίνει μέσα στο σκοτάδι μια αδιάλειπτη φωτεινή λάμψη που ξεπηδά από την πύλη του νόμου. Καταλαβαίνει πως δεν του μένει πολύς χρόνος να ζήσει. Και λίγο πριν από το θάνατό του, όλες οι εμπειρίες και απορίες μέσα στο μυαλό του γίνονται μια και μοναδική ερώτηση που μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να θέσει στο φρουρό. Του γνέφει να πάει κοντά αδυνατώντας πλέον να ορθώσει το καμπουριασμένο του κορμί, έτσι ο φρουρός αναγκάζεται να σκύψει πάνω του αλλάζοντας στάση για χάρη του χωρικού. «Λοιπόν, τι άλλο θέλεις τώρα να μάθεις;» ρωτάει ο φρουρός το γέρο άντρα, «μου φαίνεται πως εσένα τίποτα δεν σε ικανοποιεί». Ο χωρικός του λέει: «Αφού όλοι λαχταρούν το νόμο, γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει έλθει κανείς άλλος, εκτός από μένα, να σου ζητήσει είσοδο;» Ο φρουρός καταλαβαίνει ότι ο άντρας βρίσκεται στα τελευταία του, για αυτό τον πλησιάζει και του φωνάζει δυνατά στα γέρικα αυτιά του για να τον ακούσει: «Εδώ δεν μπορούσε να λάβει κανείς άλλος άδεια εισόδου, γιατί αυτή εδώ η είσοδος ήταν μόνο για σένα προορισμένη. Φεύγω τώρα και την κλείνω».
[1] Προέρχεται από τα σχέδια του μυθιστορήματος του Φραντς Κάφκα «Η δίκη» και είναι επίσης γνωστή ως «Ο θρύλος του φρουρού» ή «Η παραβολή του φρουρού».
Πρώτη δημοσίευση: https://www.constitutionalism.gr